- συγκέλλω
- Αμαζεύω κάτι στο ίδιο μέρος μαζί με άλλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κέλλω «κινώ, προχωρώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κέλλω — και ὀκέλλω (Α) 1. προχωρώ, ξεκινώ, κινώ προς τα εμπρός 2. οδηγώ πλοίο στην ξηρά 3. κάνω να εξαχθεί κάτι στην ξηρά, αποβιβάζω 4. (αμτβ.) (για πλοίο ή ναύτες) έρχομαι στην ακτή ή στο λιμάνι, ελλιμενίζομαι, προσορμίζομαι, αράζω 5. κινώ 6. τρέχω… … Dictionary of Greek